Η μουριά ανήκει στο γένος Morus της οικογένειας Moracae (Μορεωδών).
Υπάρχουν πολλά είδη μουριάς, που φύονται σε διάφορα μέρη της γης.
Η άσπρη μουριά (Morus alba) κατάγεται πολύ πιθανό από την Κίνα και οφείλει το όνομα της στους άσπρους καρπούς της.
Έχει
λευκούς και μερικές φορές κόκκινους καρπούς. Καλλιεργείται σε μεγάλες
εκτάσεις στην Κίνα κυρίως για τα φύλλα της που δίνονται τροφή στους
μεταξοσκώληκες και για την καλή ποιότητας ξυλεία που παράγει.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σπάνια βρίσκεις αυλή εκεί, χωρίς μια μουριά.
Φτάνει στο ύψος τα 15 μέτρα, τα κλαδιά της απλώνονται και ο φλοιός της
είναι χρώματος γκρίζου. Εγκλιματίστηκε στην Ευρώπη, όπου έφτασε το 12ο
αιώνα μ.Χ., και υπάρχει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Είναι
καλλωπιστικό δέντρο και δίνει πολύ πλούσια σκιά.
Τα
άγρια λευκά μούρα, οι καρποί της Μορέας της λευκής, συναντώνται πια πιο
σπάνια από ότι τα άγρια κόκκινα μούρα. Τα παλαιότερα χρόνια κάθε
επαρχιακό σπίτι είχε και μία λευκή μουριά στην αυλή του για να
εξασφαλίζει σκιά κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.
Στη
διάρκεια των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων διαδόθηκε από τον άνθρωπο σε
όλη την Ασία, την Ευρώπη, σε μερικές περιοχές της Αφρικής και στη Β.
Αμερική. Στη χώρα μας ήλθε στα βυζαντινά χρόνια μαζί με αυγά μεταξοσκώληκα από την Κίνα (όπως αναφέρει ο Προκόπιος).
Στην
Ελλάδα η μουριά καλλιεργείται εδώ και 3000 χρόνια. Από τα παλαιά χρόνια
τόσο η λευκή όσο και η μαύρη μουριά ήταν σεβαστά ως σύμβολο σοφίας.
Η
λευκή μουριά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κινέζικη ιατρική εδώ και
αιώνες. Αυτό το είδος το καλλιεργούσαν οι Κινέζοι από το 2960π.Χ. για
την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (τρώνε τα φύλλα).
Τα
φύλλα της μαύρης μουριάς έκαναν τραχύτερο το μετάξι και δεν τα
προτιμούσαν. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της
μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα.
Ανάμεσα σε αυτά μερικά από τα πιο σπουδαία είναι τα εξής :
Όπως
όλα τα μούρα, έτσι και τα άγρια λευκά μούρα είναι πολύ θρεπτικά.
Έχουν γλυκιά γεύση και είναι πλούσια σε βιταμίνη C και Ε, σίδηρο,
ασβέστιο και φυτικές ίνες. Είναι πλούσια σε ανθοκυανίνες, φυτοχημικά,
που ευθύνονται για τις αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες τους. Έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και πρωτεΐνες.
Τα λευκά μούρα έχουν περισσότερη περιεκτικότητα σε κάλιο από μια
μπανάνα (776mg ανά 100γρ). Μια μικρή ποσότητα αποξηραμένων λευκών μούρων
καλύπτει σχεδόν το 10% των ημερησίων αναγκών του οργανισμού σε ασβέστιο.
Βοηθούν στην πρόληψη νευρικών δυσλειτουργιών όπως της νόσου του Alzheimer και του Πάρκινσον.
Ένα άλλο αντιοξειδωτικό που βρέθηκε στα λευκά μούρα είναι η
ρεσβερατρόλη (παρούσα σε κόκκινο κρασί). Η ρεσβερατρόλη, επιδεικνύει
παρόμοιες προστατευτικές ιδιότητες με την ανθοκυανίνη, αλλά επίσης
ενεργοποιεί τη μείωση της γλυκόζης στο αίμα και της κακή χοληστερόλης
(LDL). -
Μπορούν επίσης να αυξήσουν μέχρι και κατά 73% την ικανότητα λιπόλυσης, δηλαδή τη διάσπαση του σωματικού λίπους.
Μια
σημαντική έρευνα υποστηρίζει πως η ρεσβερατρόλη μειώνει την αποθήκευση
λίπους στο ήπαρ και καταπολεμάει τους όγκους στο σώμα.
Βελτιώνουν
τη λειτουργία του έντερου. Τα μούρα είναι πλούσια σε φυτικές ίνες τα
οποία βοηθούν στη καλύτερη κίνηση του εντέρου αλλά και προστατεύουν από
την εμφάνιση του καρκίνου στο παχύ έντερο. Συγκεκριμένα το ένα φλιτζάνι
μούρα δίνει 8γρ φυτικών ινών.
Τα
άγρια λευκά μούρα έχουν μια ιδιαίτερη φυσική γλυκιά γεύση με τραγανή
υφή. Συλλέγονται όταν είναι ώριμα και μαλακά και μετατρέπονται σε ένα
εξαιρετικής ποιότητας και εκλεκτής γεύσης γλυκό του κουταλιού. Κάθε
κουταλιά είναι μια ανάμνηση της γλυκιάς και ανέμελης παιδικής μας
ηλικίας!
Τα λευκά μούρα μπορούν να καταναλωθούν μόνα τους ως ένα υγιεινό σνακ, σε μούσλι με δημητριακά ή γιαούρτι με μέλι.
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Δεν διμοσιεύονται σχόλια υβριστικού περιεχομένου. Την αποκλειστική ευθύνη για τα σχόλια την έχουν οι σχολιαστές.