Οι πρωτόγονοι φορούσαν το γουναρικό κι όποιο θηλυκό τους γυάλιζε, άρπαζαν μια τούφα κόμη και τραβούσαν προς τη σπηλιά. Απλά, λιτά κι απέριττα. Στην εποχή των προ παππούδων μας της μόδας ήταν τα συνοικέσια, το «αυτή θα πάρεις πάει και τελείωσε, τι θες να πεις δε βλέπεται; Μια χαρά κορίτσαρος» και το ζεύγος συναντιόταν για πρώτη φορά στα σκαλιά της εκκλησίας. Τους ευχόμασταν βίον ανθόσπαρτον και τους στέλναμε στην ευχή του Θεού, αν όχι απαραίτητα σ’ αυτόν που ορκίστηκαν αιώνια αφοσίωση σ’ όποιον άλλο μας βρισκόταν εύκαιρος.
Το πράγμα κυλούσε κάπως έτσι με το θεσμό του γάμου να κρατά πεισματικά τα πρωτεία. Οι παντρειές και τα πανηγύρια κομματάκι δύσκολο να καταλήξουν στα αζήτητα και να θεωρούνται έννοια απαρχαιωμένη. Η μπογιά της σταθερής σχέσης έμεινε και καρποφόρησε για καιρό μέχρι ο κόσμος να βαρεθεί την ταμπέλα ή να βαρεθεί τις σχέσεις κι αυτό χωρίς να συνοδεύεται απαραιτήτως απ’ τα τούλια και τους ταφτάδες.
Έχει καιρό που ένας δεσμός που τραβά κάτι παραπάνω από εξάμηνο, έπαψε να ταυτίζεται μ’ ένα λευκό νυφικό και το μέλλον να έρχεται σε οικογενειακή συσκευασία. Αυτά ανήκουν σε άλλους καιρούς, περασμένους. Ανήκουν σε δεκαετίες όπου οι άνθρωποι δε χρειάζονταν πολλά για να γίνουν ευτυχισμένοι, παρά μόνο έναν άνθρωπο να μοιραστούν το ταξίδι τους, προκειμένου να μην αγναντεύουν ολομόναχοι τη στεριά που αχνοφαινόταν.
Ο γάμος έγινε σχέση κι η σχέση χαρίστηκε στο «σχεδόν σχέση», σε κάτι που το λες και δεν το λες δεσμό, το λες και δεν το λες «κάνω το κομμάτι μου κι όπου με βγάλει». Η «σχεδόν σχέση» έγινε ο κανόνας, το ελεύθερο συναίσθημα ήρθε κι έμεινε, η σταθερότητα κούρασε κάτι ήδη καταποντισμένους και μέτριους συναισθηματισμούς που αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με κάτι περισσότερο μόνιμο και σταθερό. Λες και μια τύπου σταθερότητα που αγνοεί ταμπέλες και χαρακτηρισμούς θα ικανοποιήσει την άμετρη ανάγκη μας να νιώσουμε ελεύθερα πουλιά κι όχι κορόιδα στα κλουβιά.
Αναποφάσιστα πλάσματα, διχασμένα ανάμεσα στην επιθυμία να βιώσουμε το «μαζί» παράλληλα με το ελεύθερο του μοναχικού, του single, του μη δεδομένου. Λες κι αυτό μας καθιστά περισσότερο αυτόνομους που δε σκαμπάζουν από εξαρτήσεις τύπου σχέσης και ερωτικού δεσμού. Λες και μας ράντισαν στον ύπνο μας και ξαφνικά βρεθήκαμε στην άβολη θέση να αγανακτούμε με το συνεχές ενδιαφέρον και να τρέμουμε μη και μας χαρακτηρίσουν «δεσμευμένους». Άκου εκεί «δεσμευμένος», για ποιον με πέρασες;
Ταύτισαν το μεγάλο έρωτα με διάσπαρτες συναντήσεις, περιορισμένες εξομολογήσεις κι ένα ανεκπλήρωτο συναίσθημα, που όλως παραδόξως τείνει να μας γεμίζει παρά την έμφυτη τάση του να ενσαρκώνει το βραχυπρόθεσμο και το ολίγον τι στείρο, ειδικά όταν αυτό γίνεται κατ’ εξακολούθηση. Όσο η «σχεδόν σχέση» έμενε μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας, ίσως μπορούσαμε να μιλήσουμε για μεγάλους έρωτες. Όταν η «σχεδόν σχέση» έβγαινε στην επιφάνεια από ανάγκη κι έμενε λόγω συγκυριών ή λανθασμένων αποφάσεων ίσως είχε τη γλύκα της, αυτό το μυστηριώδες κι ηδονικό.
Εραστές που μένουν μαζί απ’ την ανάγκη να μη μείνουν μόνοι. Άνθρωποι που διστάζουν να ταμπελωθούν και θυσιάζουν το συναισθηματικό τους πλούτο στο βωμό μιας νόθης μοναχικότητας κι ανεξαρτησίας. Πλάσματα που ψάχνονται ανάμεσα στην πολυκοσμία, αναζητούν το ιδανικό και προκειμένου να μη χάσουν το δικαίωμα να το κατακτήσουν, ρίχνουν τον μπαλαντέρ που κρύβουν στο μανίκι τους, τη σχέση που δεν είναι σχέση, τον έρωτα που δεν είναι έρωτας και ξεμπερδεύουν χωρίς πολλά-πολλά. Κι όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος, όταν πια δεν έχουμε τίποτα να πάρουμε απ’ τη σχεδόν σχέση μας, φεύγουμε, εξαφανιζόμαστε, μιας και στερέψαμε πια από παρ’ ολίγο δεσμεύσεις, από σχεδόν συναισθηματικούς δεσμούς.
Και λογικό, μιας και το «σχεδόν» ποτέ δε θα μας καλύψει, ουδέποτε θα συμπληρώσει τα κενά που κουβαλάμε. Τελικά ο έρωτας έπαψε να μας εκφράζει ή εμείς σταματήσαμε να εκφράζουμε τον έρωτα; Ο έρωτας τρόμαξε μπροστά μας ή εμείς μπρος στην πληθωρικότητά του; Θα μου πεις, τον έρωτα δεν τον βάζεις σε καλούπια «σχέση» ή «σχεδόν σχέση» και δίκιο θα ‘χεις. Όσο όμως τον αρνούμαστε επειδή τρομάζουμε να βάλουμε την υπογραφή μας στο συμβόλαιο που ανοίγεται μπροστά μας, πάντοτε θα μένουμε ημιτελείς, ανεκπλήρωτοι, σχεδόν ερωτευμένοι και σχεδόν ευτυχισμένοι.
Και ποιος δέχεται ως απάντηση το «σχεδόν ερωτεύτηκα» ή το «παρ΄ ολίγο ερωτευμένος»; Μπορείς να το μετρήσεις ή μήπως μπορείς να το κόψεις σε αναλογίες που βολεύουν, που εξυπηρετούν; Μπορείς να το χωρέσεις σε μια σχέση που δεν είναι σχέση; Ανεβήκαμε λαθραία σε τούτο το καράβι και λίγο πριν βρούμε λιμάνι βουτήξαμε στο νερό, μη και πατήσουμε παρέα στεριά, μη και κατονομαστούμε «συνταξιδιώτες». Προτιμήσαμε να πατήσουμε το χώμα βρεγμένοι και σχεδόν μόνοι.
Κι επιστρέφοντας λοιπόν, στην πρωταρχική μας διαπίστωση, στο πέρας του χρόνου η εξέλιξη έχει ως εξής: γάμος, σχέση, σχεδόν σχέση. Μήπως το σκεφτόμαστε ανάποδα;
Πηγή
Πηγή
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Δεν διμοσιεύονται σχόλια υβριστικού περιεχομένου. Την αποκλειστική ευθύνη για τα σχόλια την έχουν οι σχολιαστές.