Η ιστορία του Πολ Βιλάρντ Ένα παλιό τηλέφωνο
είναι αναμφίβολα ζεστή και ειλικρινή. Μας υπενθυμίζει για μια ακόμη
φορά, ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι
το κύρος, η δημοτικότητα ή η περιουσία, αλλά να γεμίσουν οι καρδιές μας
με αγάπη και ευγένεια.
Διαβάστε παρακάτω μια συγκινητική ιστορία που αποδεικνύει, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ευγένεια.
Όταν ήμουν πολύ νέος, η οικογένεια μου είχε ένα από τα πρώτα τηλέφωνα στην γειτονιά μας. Θυμάμαι ακόμα το πόσο γυάλιζε η ξύλινη θήκη που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Θυμάμαι ακόμα και τον αριθμό: 105.
Ήμουν πολύ μικρός για να φτάσω το τηλέφωνο, αλλά άκουγα την μαμά μου εκστασιασμένος να μιλάει σε αυτό. Μια φορά με σήκωσε ψηλά για να μιλήσω με τον μπαμπά μου που έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Μαγικό! Μετά, ανακάλυψα ότι μέσα σε αυτό το κουτί ζούσε ένας εκπληκτικός άνθρωπος, το όνομά της ήταν “Πληροφορίες Παρακαλώ” και δεν υπήρχε τίποτα που να μην γνωρίζει.
Η πρώτη μου προσωπική εμπειρία με αυτό το τζίνι ήταν μια μέρα που η μαμά μου είχε πάει επίσκεψη σε μια γειτόνισσα. Καθώς έπαιζα στο υπόγειο, χτύπησα το δάχτυλό μου με ένα σφυρί. Πονούσα πολύ και το ασταμάτητο κλάμα μου δεν βοηθούσε, γιατί δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι να με παρηγορήσει. Περπατούσα στο σπίτι, πιπιλίζοντας το δάχτυλό μου, όταν βρέθηκα μπροστά στο τηλέφωνο.
Πήρα γρήγορα το υποπόδιο από το σαλόνι και το έβαλα κάτω από το τηλέφωνο. Σκαρφάλωσα, έλυσα τον δέκτη και τον έβαλα στο αυτί μου. “Πληροφορίες παρακαλώ”, είπα στο ακουστικό. Λίγο αργότερα ακούστηκε μια φωνή. “Πληροφορίες.” “Χτύπησα στο δάχτυλό μου”, είπα και άρχισα να κλαίω. Το κλάμα ήρθε πιο εύκολα τώρα που είχα ακροατήριο. “Δεν είναι η μαμά σου εκεί”, ρώτησε η φωνή από το τηλέφωνο. “Κανείς δεν είναι στο σπίτι εκτός από μένα”, απάντησα.
“Αιμορραγείς”, με ρώτησε και απάντησα “όχι.” “Χτύπησα το δάχτυλό μου με ένα σφυρί και πονάει πολύ.” “Μπορείς να ανοίξεις το ψυγείο” με ρώτησε και είπα ναι. “Τότε, πάρε ένα παγάκι και βάλτο πάνω στο δάχτυλό σου. Αυτό θα σταματήσει τον πόνο. Πρόσεχε όταν χρησιμοποιείς τον πάγο. Και μην κλαις. Θα είσαι μια χαρά”, μου είπε.
Μετά από αυτό έπαιρνα την “Πληροφορίες παρακαλώ” για τα πάντα. Ζητούσα βοήθεια για την γεωγραφία και μου έλεγε που είναι η Φιλαδέλφεια . Με βοήθησε στα μαθηματικά. Μετά ήρθε η μέρα που πέθανε ο Πέτεϊ το καναρίνι μας και την πήρα τηλέφωνο, της είπα την ιστορία και μου είπε όλα αυτά που λένε οι ενήλικες για να παρηγορήσουν ένα μικρό παιδί. Αλλά ήμουν απαρηγόρητος.
Γιατί τα καναρίνια να τραγουδούν τόσο όμορφα και να φέρνουν τόση χαρά στις ζωές των ανθρώπων και να καταλήγουν στον πάτο ενός κλουβιού; Πρέπει να ένιωσε την ανησυχία μου και μου είπε: “Πολ υπάρχουν και άλλοι κόσμοι που μπορεί να τραγουδήσει.” Αυτό με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα.
Μια άλλη μέρα μιλούσα πάλι στο τηλέφωνο με την γνώριμη πλέον φωνή, όταν η αδερφή μου που της άρεσε πολύ να με τρομάζει, πήδηξε πάνω από τις σκάλες φωνάζοντας και πέσαμε και οι δυο κάτω. Έπεσα από το σκαμνί, τραβώντας μαζί και το ακουστικό από την ρίζα του. Η “πληροφορίες παρακαλώ” δεν ήταν πια εκεί και εγώ φοβόμουν μήπως την είχα πληγώσει, όταν ξερίζωσα το ακουστικό. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ένας άντρας στο σπίτι μας. “Είμαι ο τεχνικός για το τηλέφωνο.
Δούλευα σε ένα σπίτι εδώ κοντά και ο χειριστής είπε, ότι μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε αυτό τον αριθμό.” Πήρε το ακουστικό από το χέρι μου. “Τι συνέβη;” με ρώτησε. Του εξήγησα και μου είπε, ότι μπορεί να το φτιάξει μέσα σε 1-2 λεπτά. Άνοιξε το τηλέφωνο και έβγαλε από μέσα ένα σωρό καλώδια. Προσπάθησε να το φτιάξει με ένα μικρό κατσαβίδι. Ανεβοκατέβασε τον γάντζο μερικές φορές και μετά είπε στο τηλέφωνο: “Εδώ Πητ, όλα υπό έλεγχο το 105. Η αδερφή του παιδιού τον τρόμαξε και έβγαλε το καλώδιο από το κουτί.” Έκλεισε το τηλέφωνο, χαμογέλασε και έφυγε.
Όλα αυτά έγιναν σε μια μικρή πόλη του Βορειοδυτικού Ειρηνικού. Στην συνέχεια, όταν ήμουν 9 ετών μετακομίσαμε στην Βοστόνη, δηλαδή στην άλλη άκρη της χώρας και έχασα τον μέντορά μου. Η “Πληροφορίες παρακαλώ” ανήκε σε αυτό το παλιό, ξύλινο τηλέφωνο και για κάποιο λόγο εγώ δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το ολοκαίνουργιο τηλέφωνο που είχαμε στο σαλόνι. Ακόμα και στην εφηβεία αυτές οι παιδικές αναμνήσεις δεν ξεχάστηκαν. Πολλές φορές που ένιωθα αγχωμένος ή ανήσυχος ήθελα να έχω την ασφάλεια που μου παρείχε η φωνή στο τηλέφωνο.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο το αεροπλάνο μου προσγειώθηκε στο Σιάτλ. Είχα περίπου μισή ώρα για να προλάβω την επόμενη πτήση μου και πέρασα 15 λεπτά μιλώντας με την αδερφή μου στο τηλέφωνο που πλέον ήταν παντρεμένη και ευτυχισμένη. Τότε, χωρίς να το σκεφτώ πήρα τηλέφωνο στο τηλεφωνικό κέντρο της πόλης που μεγάλωσα και είπα “Πληροφορίες παρακαλώ.” Ευτυχώς, άκουσα πάλι την ίδια καθαρή φωνή που γνώριζα τόσο καλά. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά είπα αυθόρμητα “Μπορείτε να μου πείτε παρακαλώ πως να συλλαβίσω την λέξη Λ-Υ-Σ-Η;” “Υποθέτω, ότι το δάχτυλό σου πρέπει να έχει επουλωθεί τώρα”, είπε η φωνή από το ακουστικό. Γέλασα και της είπα “Δεν το πιστεύω, ότι είσαι ακόμα εσύ.
Αναρωτιέμαι αν έχεις ιδέα πόσο σημαντική ήσουν για μένα όλο αυτό το διάστημα.” “Αναρωτιέμαι, αν εσύ ξέρεις πόσο σημαντικός ήσουν για μένα. Δεν απέκτησα ποτέ παιδιά και πάντα ανυπομονούσα να τηλεφωνήσεις”, απάντησε η φωνή από το τηλέφωνο. Της εξήγησα πόσο συχνά την σκεφτόμουν όλα αυτά τα χρόνια και την ρώτησα αν μπορούσα να της ξανατηλεφωνήσω, όταν θα πήγαινα να επισκεφθώ την αδερφή μου που πλέον έμενε στην πόλη που μεγαλώσαμε, όταν τελειώσει το εξάμηνο. “Φυσικά και μπορείς. Ζήτα για την Σάλι”, μου απάντησε.
Τρεις μήνες αργότερα ήμουν και πάλι στο αεροδρόμιο του Σιάτλ. Πήρα τηλέφωνο και απάντησε μια άλλη φωνή. Ζήτησα την Σάλι. “Είστε φίλος;” “Ναι, ένας παλιός φίλος.” “Τότε, λυπάμαι που σας το λέω, αλλά η Σάλι εργαζόταν μόνο με μερική απασχόληση τις τελευταίες εβδομάδες, γιατί ήταν άρρωστη. Πέθανε πριν από 5 εβδομάδες.” Πριν προλάβω να το κλείσω, η φωνή από το ακουστικό συνέχισε: “Μήπως είσαι ο Βιλάρντ;” “Ναι.” “Τότε, η Σάλι έχει αφήσει ένα μήνυμα για σένα.” Το άκουσα σαν να ήξερα τι μου είχε γράψει: “Πες του, ότι υπάρχουν και άλλοι κόσμοι που μπορούμε να τραγουδήσουμε. Θα καταλάβει τι εννοώ.”
Την ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Ήξερα ακριβώς τι εννοούσε η Σάλι.
[Paul Villard]
Πηγή: tilestwra.com
Διαβάστε παρακάτω μια συγκινητική ιστορία που αποδεικνύει, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ευγένεια.
Όταν ήμουν πολύ νέος, η οικογένεια μου είχε ένα από τα πρώτα τηλέφωνα στην γειτονιά μας. Θυμάμαι ακόμα το πόσο γυάλιζε η ξύλινη θήκη που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Θυμάμαι ακόμα και τον αριθμό: 105.
Ήμουν πολύ μικρός για να φτάσω το τηλέφωνο, αλλά άκουγα την μαμά μου εκστασιασμένος να μιλάει σε αυτό. Μια φορά με σήκωσε ψηλά για να μιλήσω με τον μπαμπά μου που έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Μαγικό! Μετά, ανακάλυψα ότι μέσα σε αυτό το κουτί ζούσε ένας εκπληκτικός άνθρωπος, το όνομά της ήταν “Πληροφορίες Παρακαλώ” και δεν υπήρχε τίποτα που να μην γνωρίζει.
Η πρώτη μου προσωπική εμπειρία με αυτό το τζίνι ήταν μια μέρα που η μαμά μου είχε πάει επίσκεψη σε μια γειτόνισσα. Καθώς έπαιζα στο υπόγειο, χτύπησα το δάχτυλό μου με ένα σφυρί. Πονούσα πολύ και το ασταμάτητο κλάμα μου δεν βοηθούσε, γιατί δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι να με παρηγορήσει. Περπατούσα στο σπίτι, πιπιλίζοντας το δάχτυλό μου, όταν βρέθηκα μπροστά στο τηλέφωνο.
Πήρα γρήγορα το υποπόδιο από το σαλόνι και το έβαλα κάτω από το τηλέφωνο. Σκαρφάλωσα, έλυσα τον δέκτη και τον έβαλα στο αυτί μου. “Πληροφορίες παρακαλώ”, είπα στο ακουστικό. Λίγο αργότερα ακούστηκε μια φωνή. “Πληροφορίες.” “Χτύπησα στο δάχτυλό μου”, είπα και άρχισα να κλαίω. Το κλάμα ήρθε πιο εύκολα τώρα που είχα ακροατήριο. “Δεν είναι η μαμά σου εκεί”, ρώτησε η φωνή από το τηλέφωνο. “Κανείς δεν είναι στο σπίτι εκτός από μένα”, απάντησα.
“Αιμορραγείς”, με ρώτησε και απάντησα “όχι.” “Χτύπησα το δάχτυλό μου με ένα σφυρί και πονάει πολύ.” “Μπορείς να ανοίξεις το ψυγείο” με ρώτησε και είπα ναι. “Τότε, πάρε ένα παγάκι και βάλτο πάνω στο δάχτυλό σου. Αυτό θα σταματήσει τον πόνο. Πρόσεχε όταν χρησιμοποιείς τον πάγο. Και μην κλαις. Θα είσαι μια χαρά”, μου είπε.
Μετά από αυτό έπαιρνα την “Πληροφορίες παρακαλώ” για τα πάντα. Ζητούσα βοήθεια για την γεωγραφία και μου έλεγε που είναι η Φιλαδέλφεια . Με βοήθησε στα μαθηματικά. Μετά ήρθε η μέρα που πέθανε ο Πέτεϊ το καναρίνι μας και την πήρα τηλέφωνο, της είπα την ιστορία και μου είπε όλα αυτά που λένε οι ενήλικες για να παρηγορήσουν ένα μικρό παιδί. Αλλά ήμουν απαρηγόρητος.
Γιατί τα καναρίνια να τραγουδούν τόσο όμορφα και να φέρνουν τόση χαρά στις ζωές των ανθρώπων και να καταλήγουν στον πάτο ενός κλουβιού; Πρέπει να ένιωσε την ανησυχία μου και μου είπε: “Πολ υπάρχουν και άλλοι κόσμοι που μπορεί να τραγουδήσει.” Αυτό με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα.
Μια άλλη μέρα μιλούσα πάλι στο τηλέφωνο με την γνώριμη πλέον φωνή, όταν η αδερφή μου που της άρεσε πολύ να με τρομάζει, πήδηξε πάνω από τις σκάλες φωνάζοντας και πέσαμε και οι δυο κάτω. Έπεσα από το σκαμνί, τραβώντας μαζί και το ακουστικό από την ρίζα του. Η “πληροφορίες παρακαλώ” δεν ήταν πια εκεί και εγώ φοβόμουν μήπως την είχα πληγώσει, όταν ξερίζωσα το ακουστικό. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ένας άντρας στο σπίτι μας. “Είμαι ο τεχνικός για το τηλέφωνο.
Δούλευα σε ένα σπίτι εδώ κοντά και ο χειριστής είπε, ότι μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε αυτό τον αριθμό.” Πήρε το ακουστικό από το χέρι μου. “Τι συνέβη;” με ρώτησε. Του εξήγησα και μου είπε, ότι μπορεί να το φτιάξει μέσα σε 1-2 λεπτά. Άνοιξε το τηλέφωνο και έβγαλε από μέσα ένα σωρό καλώδια. Προσπάθησε να το φτιάξει με ένα μικρό κατσαβίδι. Ανεβοκατέβασε τον γάντζο μερικές φορές και μετά είπε στο τηλέφωνο: “Εδώ Πητ, όλα υπό έλεγχο το 105. Η αδερφή του παιδιού τον τρόμαξε και έβγαλε το καλώδιο από το κουτί.” Έκλεισε το τηλέφωνο, χαμογέλασε και έφυγε.
Όλα αυτά έγιναν σε μια μικρή πόλη του Βορειοδυτικού Ειρηνικού. Στην συνέχεια, όταν ήμουν 9 ετών μετακομίσαμε στην Βοστόνη, δηλαδή στην άλλη άκρη της χώρας και έχασα τον μέντορά μου. Η “Πληροφορίες παρακαλώ” ανήκε σε αυτό το παλιό, ξύλινο τηλέφωνο και για κάποιο λόγο εγώ δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το ολοκαίνουργιο τηλέφωνο που είχαμε στο σαλόνι. Ακόμα και στην εφηβεία αυτές οι παιδικές αναμνήσεις δεν ξεχάστηκαν. Πολλές φορές που ένιωθα αγχωμένος ή ανήσυχος ήθελα να έχω την ασφάλεια που μου παρείχε η φωνή στο τηλέφωνο.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο το αεροπλάνο μου προσγειώθηκε στο Σιάτλ. Είχα περίπου μισή ώρα για να προλάβω την επόμενη πτήση μου και πέρασα 15 λεπτά μιλώντας με την αδερφή μου στο τηλέφωνο που πλέον ήταν παντρεμένη και ευτυχισμένη. Τότε, χωρίς να το σκεφτώ πήρα τηλέφωνο στο τηλεφωνικό κέντρο της πόλης που μεγάλωσα και είπα “Πληροφορίες παρακαλώ.” Ευτυχώς, άκουσα πάλι την ίδια καθαρή φωνή που γνώριζα τόσο καλά. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά είπα αυθόρμητα “Μπορείτε να μου πείτε παρακαλώ πως να συλλαβίσω την λέξη Λ-Υ-Σ-Η;” “Υποθέτω, ότι το δάχτυλό σου πρέπει να έχει επουλωθεί τώρα”, είπε η φωνή από το ακουστικό. Γέλασα και της είπα “Δεν το πιστεύω, ότι είσαι ακόμα εσύ.
Αναρωτιέμαι αν έχεις ιδέα πόσο σημαντική ήσουν για μένα όλο αυτό το διάστημα.” “Αναρωτιέμαι, αν εσύ ξέρεις πόσο σημαντικός ήσουν για μένα. Δεν απέκτησα ποτέ παιδιά και πάντα ανυπομονούσα να τηλεφωνήσεις”, απάντησε η φωνή από το τηλέφωνο. Της εξήγησα πόσο συχνά την σκεφτόμουν όλα αυτά τα χρόνια και την ρώτησα αν μπορούσα να της ξανατηλεφωνήσω, όταν θα πήγαινα να επισκεφθώ την αδερφή μου που πλέον έμενε στην πόλη που μεγαλώσαμε, όταν τελειώσει το εξάμηνο. “Φυσικά και μπορείς. Ζήτα για την Σάλι”, μου απάντησε.
Τρεις μήνες αργότερα ήμουν και πάλι στο αεροδρόμιο του Σιάτλ. Πήρα τηλέφωνο και απάντησε μια άλλη φωνή. Ζήτησα την Σάλι. “Είστε φίλος;” “Ναι, ένας παλιός φίλος.” “Τότε, λυπάμαι που σας το λέω, αλλά η Σάλι εργαζόταν μόνο με μερική απασχόληση τις τελευταίες εβδομάδες, γιατί ήταν άρρωστη. Πέθανε πριν από 5 εβδομάδες.” Πριν προλάβω να το κλείσω, η φωνή από το ακουστικό συνέχισε: “Μήπως είσαι ο Βιλάρντ;” “Ναι.” “Τότε, η Σάλι έχει αφήσει ένα μήνυμα για σένα.” Το άκουσα σαν να ήξερα τι μου είχε γράψει: “Πες του, ότι υπάρχουν και άλλοι κόσμοι που μπορούμε να τραγουδήσουμε. Θα καταλάβει τι εννοώ.”
Την ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Ήξερα ακριβώς τι εννοούσε η Σάλι.
[Paul Villard]
Πηγή: tilestwra.com
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Δεν διμοσιεύονται σχόλια υβριστικού περιεχομένου. Την αποκλειστική ευθύνη για τα σχόλια την έχουν οι σχολιαστές.