Σε μία από τις – παραδοσιακά – σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης, κατά
πόσο πρέπει να προκαλεί ανησυχία η έντονη σεισμική δραστηριότητα των
τελευταίων ημερών; Στο ερώτημα, ακόμη και η επιστημονική κοινότητα
εμφανίζεται διχασμένη.
Η έντονη σεισμική δραστηριότητα παρατηρήθηκε το βράδυ της 26ης Μαΐου στους νομούς Κοζάνης και Γρεβενών – με 11 σεισμούς να πραγματοποιούνται σε διάστημα περίπου τριών ωρών – η σεισμική δόνηση των 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που σημειώθηκε στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κρήτης και Κάσου, ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης αλλά και ο σεισμός των 5,3 Ρίχτερ στο Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο ξημερώματα Τρίτης έχουν θέσει σε επιφυλακή τους σεισμολόγους.
Οι επιστήμονες παρακολουθούν στενά τη σεισμική ακολουθία και εμφανίζονται άλλοι καθησυχαστικοί, άλλοι προβληματισμένοι λόγω της έντονης δραστηριότητας.
Για το σεισμό στον Βόρειο Ευβοϊκό, ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Άκης Τσελέντης εμφανίστηκε επιφυλακτικός ενώ δεν απέκλεισε έναν ισχυρό μετασεισμό.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), Ευθύμιος Λέκκας εμφανίστηκε καθησυχαστικός. Αναφέροντας πως η συγκεκριμένη σεισμική δραστηριότητα στην Εύβοια προέρχεται από μία ευαίσθητη περιοχή που χαρακτηρίζεται από πολλά μικρά ρήγματα, τα οποία βρίσκονται σε άμεση σχέση και επαφή με το ρήγμα της Αταλάντης και διαβεβαιώνοντας πως από το συγκεκριμένο ρήγμα δεν υπάρχει κίνδυνος, καθώς η ενέργεια εκτονώθηκε με το σεισμό του 1893 και θα χρειαστούν μερικές εκατοντάδες χρόνια για να «ξαναγεμίσει».
Ως προς την έντονη σεισμικότητα που καταγράφεται στα ανοιχτά της Κάσου, οι επιστήμονες την κατατάσσουν σε «φυσιολογικό επίπεδο», όπως επεσήμανε ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
«Υπάρχει σεισμική δραστηριότητα εδώ και σημαντικό χρονικό διάστημα, όμως, κατά τις εκτιμήσεις μας, δεν ξέφυγε από τα φυσιολογικά πλαίσια. Εκείνο, όμως,που έχει συμβεί είναι ότι μετά το σεισμό της Κάσου στις 16 Απριλίου, ανέβηκε το επίπεδο της σεισμικότητας, ίσως έχει συμβάλει αυτός ο ισχυρός σεισμός, έχει προκαλέσει μια διέγερση. Έχει αρχίσει και ανεβαίνει το επίπεδο της σεισμικότητας και αυτό προκαλεί αφενός το επιστημονικό ενδιαφέρον και αφετέρου θα πρέπει να δούμε εάν - και σε επίπεδο πρακτικών μέτρων - θα χρειαστεί κάτι να εισηγηθούμε. Αλλά αυτό θα το δούμε στο κοντινό μέλλον», δήλωσε ο κ Παπαδόπουλος.
Η έντονη σεισμική δραστηριότητα παρατηρήθηκε το βράδυ της 26ης Μαΐου στους νομούς Κοζάνης και Γρεβενών – με 11 σεισμούς να πραγματοποιούνται σε διάστημα περίπου τριών ωρών – η σεισμική δόνηση των 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που σημειώθηκε στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κρήτης και Κάσου, ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης αλλά και ο σεισμός των 5,3 Ρίχτερ στο Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο ξημερώματα Τρίτης έχουν θέσει σε επιφυλακή τους σεισμολόγους.
Οι επιστήμονες παρακολουθούν στενά τη σεισμική ακολουθία και εμφανίζονται άλλοι καθησυχαστικοί, άλλοι προβληματισμένοι λόγω της έντονης δραστηριότητας.
Για το σεισμό στον Βόρειο Ευβοϊκό, ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Άκης Τσελέντης εμφανίστηκε επιφυλακτικός ενώ δεν απέκλεισε έναν ισχυρό μετασεισμό.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), Ευθύμιος Λέκκας εμφανίστηκε καθησυχαστικός. Αναφέροντας πως η συγκεκριμένη σεισμική δραστηριότητα στην Εύβοια προέρχεται από μία ευαίσθητη περιοχή που χαρακτηρίζεται από πολλά μικρά ρήγματα, τα οποία βρίσκονται σε άμεση σχέση και επαφή με το ρήγμα της Αταλάντης και διαβεβαιώνοντας πως από το συγκεκριμένο ρήγμα δεν υπάρχει κίνδυνος, καθώς η ενέργεια εκτονώθηκε με το σεισμό του 1893 και θα χρειαστούν μερικές εκατοντάδες χρόνια για να «ξαναγεμίσει».
Ως προς την έντονη σεισμικότητα που καταγράφεται στα ανοιχτά της Κάσου, οι επιστήμονες την κατατάσσουν σε «φυσιολογικό επίπεδο», όπως επεσήμανε ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
«Υπάρχει σεισμική δραστηριότητα εδώ και σημαντικό χρονικό διάστημα, όμως, κατά τις εκτιμήσεις μας, δεν ξέφυγε από τα φυσιολογικά πλαίσια. Εκείνο, όμως,που έχει συμβεί είναι ότι μετά το σεισμό της Κάσου στις 16 Απριλίου, ανέβηκε το επίπεδο της σεισμικότητας, ίσως έχει συμβάλει αυτός ο ισχυρός σεισμός, έχει προκαλέσει μια διέγερση. Έχει αρχίσει και ανεβαίνει το επίπεδο της σεισμικότητας και αυτό προκαλεί αφενός το επιστημονικό ενδιαφέρον και αφετέρου θα πρέπει να δούμε εάν - και σε επίπεδο πρακτικών μέτρων - θα χρειαστεί κάτι να εισηγηθούμε. Αλλά αυτό θα το δούμε στο κοντινό μέλλον», δήλωσε ο κ Παπαδόπουλος.
loading...