Σε μια καλύβα, σε μια μικρή καλύβα, δηλαδή σε μια πρόχειρη κατασκευή,
στο Πολύδροσο Θεσπρωτίας έχουν σταματήσει και έχουν ξαποστάσει
εκατοντάδες...
Αλβανοί λαθρομετανάστες. Περνούσαν τον ποταμό Καλαμά βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι, σκοπεύοντας να προωθηθούν στο εσωτερικό της Ελλάδας, και σταματούσαν εκεί, σ' αυτή την καλύβα, για να στεγνώσουν, να ξεκουραστούν και να
πάρουν δυνάμεις. Ιδιοκτήτης της ήταν ένας κτηνοτρόφος, που δεν ζει τώρα, καλός και αγαπητός άνθρωπος και με φιλόξενη διάθεση και ευαίσθητη καρδιά. Απόγονός του κατέγραψε τα παρρακάτω, πολύ ενδιαφέροντα και διδακτικά περιστατικά, με λαθρομετανάστες:
"Ο Κίτσιος δεν τους φοβάται. Τι να μου κάνουν εμένα λέει, τίποτα δεν έχω , με βλέπουν γέρο και ταλαίπωρο τζιουμπάνο, με λυπούνται κι από πάνω! Αλήθεια, καμιά φορά εκεί στο Νεράκι που τους ανταμώνει να τρώνε ότι έχουν , του δίνουνε και αυτουνού κάνα κριτσιέλι ψωμί. Μαύρο και σκληρό , πως να το φάει ο Κίτσιος , το ρίχνει στον Κοράκη! Εκατοντάδες από δαύτους έχουν περάσει από την καλύβα του, εκεί από κάτω στο χωράφι του, κοιμούνται εκεί , ξεκουράζονται, ανάβουν φωτιά και στεγνώνουν τα βρεγμένα σκουτιά. Αλλά σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι που είναι άνθρωποι του κακού. Μα να πιάσουν τις ποτίστρες που είχε εκεί μέσα ο Κίτσιος, βγάλανε τα ξύλινα χερούλια τους και τα κάψανε στη φωτιά και κοντά τις ζιουμούκλησαν κι αυτές; Έτσι για να κάνουνε το κακό, σε ποιόν; Σ’ αυτόν που έφτιαξε αυτήν την παλιοκάλυβα και βρίσκουν καταφύγιο; Ένας κάποτε του είπε: - μπάρμπα δώσε μου ένα πεντακοσιάρικο, - δεν έχω γω παράδες , αν θέλετε κάνα γκόρτσο , να το σακούλι έχει, πάρτε! Έτσι έμαθαν όλοι, άλλο από γκόρτσα δεν θα βρούνε σ’ αυτόν , τον άφησαν ήσυχο. Αλλά μποστάνι όμως δεν ξανάβαλε, δεν άφ’καν τίποτα, ακόμα και τις πατάτες τις έβγαζαν και τις έψεναν στη φωτιά. Άνθρωποι πεινασμένοι ,θεριά!
Ποιος ξέρει πόσους κατάπιε ο Καλαμάς το χειμώνα σαν είναι κατεβασμένος! Είχε πετύχει κι Κίτσιος έναν μια φορά , εκεί παρέκει στο κόνισμα της ΑγιοΠαρασκευής, χωμένος σε μια τούφα, ξαφνίσκε ο γάιδαρος, λαχτάρ’σε, τι να ιδεί, ένας μπλετσινάρης , κάθουνταν κουκουντάκι , ίσια που λιαγκούριζαν τα μάτια!
– Τι κάνεις αυτού μωρέ δαίμον ; του είπε ο Κίτσιος.
– Τσιάκα - τσιούκα κάτι είπε , γρί Ελληνικά δεν ήξερε.
- Σήκου ορθός μωρέ! Ένα παιδάριο ίσια με 15 χρονών ήτανε , μπλέτσι, ούτε βρακί στον κώλο δεν είχε! Πως βήγε ζωντανό, από τον Καλαμά, που ήτανε πέλαγο από την πλημμύρα που είχε κάνει, ένας Θεός ξέρει!
Τούριξε του μουτάφι του σαμαριού ο Κίτσιος , τύλιξε τη γύμνια του το Αλβανάκι και κίνησε από κοντά για το χωριό. Βγήκαν μαζί απάνω, του δώκανε κάτι ρούχα , ντύθηκε, ποδέθηκε, του βάλανε και σε μια σακούλα , ψωμί ,τυρί, ένα πορτοκάλι , του έδωκαν και κάτι κατοστάρικα.
- «Που πας;» τον ρώτησαν σαν έφευγε, -«…..Παραμυθία – Παραμυθία ….» φώναξε και αντίς να κάνει απάνω χάθηκε στο σκοτάδι κατά εκεί από όπου ήρθανε. Πάει να βρει την παρέα του. Την άλλη μέρα όπως πέραγε ο Κίτσιος με τα πρόβατα όξω από την καλύβα του Τάσιου στο Νεράκι , είδε απόξω πεταμένη τη σακούλα, τη θυμήθηκε. Μπαίνει μέσα στην καλύβα , είδε και τις φλούδες απ’ το πορτοκάλι, κατάλαβε ότι έκατσε εκεί και έφαγε. Αλλά τι είχε κάνει; Αντίς για ευχαριστώ αμόλ’κε μια κουράδα μεσ’ στη μέση στην καλύβα!".
Αλβανοί λαθρομετανάστες. Περνούσαν τον ποταμό Καλαμά βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι, σκοπεύοντας να προωθηθούν στο εσωτερικό της Ελλάδας, και σταματούσαν εκεί, σ' αυτή την καλύβα, για να στεγνώσουν, να ξεκουραστούν και να
πάρουν δυνάμεις. Ιδιοκτήτης της ήταν ένας κτηνοτρόφος, που δεν ζει τώρα, καλός και αγαπητός άνθρωπος και με φιλόξενη διάθεση και ευαίσθητη καρδιά. Απόγονός του κατέγραψε τα παρρακάτω, πολύ ενδιαφέροντα και διδακτικά περιστατικά, με λαθρομετανάστες:
"Ο Κίτσιος δεν τους φοβάται. Τι να μου κάνουν εμένα λέει, τίποτα δεν έχω , με βλέπουν γέρο και ταλαίπωρο τζιουμπάνο, με λυπούνται κι από πάνω! Αλήθεια, καμιά φορά εκεί στο Νεράκι που τους ανταμώνει να τρώνε ότι έχουν , του δίνουνε και αυτουνού κάνα κριτσιέλι ψωμί. Μαύρο και σκληρό , πως να το φάει ο Κίτσιος , το ρίχνει στον Κοράκη! Εκατοντάδες από δαύτους έχουν περάσει από την καλύβα του, εκεί από κάτω στο χωράφι του, κοιμούνται εκεί , ξεκουράζονται, ανάβουν φωτιά και στεγνώνουν τα βρεγμένα σκουτιά. Αλλά σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι που είναι άνθρωποι του κακού. Μα να πιάσουν τις ποτίστρες που είχε εκεί μέσα ο Κίτσιος, βγάλανε τα ξύλινα χερούλια τους και τα κάψανε στη φωτιά και κοντά τις ζιουμούκλησαν κι αυτές; Έτσι για να κάνουνε το κακό, σε ποιόν; Σ’ αυτόν που έφτιαξε αυτήν την παλιοκάλυβα και βρίσκουν καταφύγιο; Ένας κάποτε του είπε: - μπάρμπα δώσε μου ένα πεντακοσιάρικο, - δεν έχω γω παράδες , αν θέλετε κάνα γκόρτσο , να το σακούλι έχει, πάρτε! Έτσι έμαθαν όλοι, άλλο από γκόρτσα δεν θα βρούνε σ’ αυτόν , τον άφησαν ήσυχο. Αλλά μποστάνι όμως δεν ξανάβαλε, δεν άφ’καν τίποτα, ακόμα και τις πατάτες τις έβγαζαν και τις έψεναν στη φωτιά. Άνθρωποι πεινασμένοι ,θεριά!
Ποιος ξέρει πόσους κατάπιε ο Καλαμάς το χειμώνα σαν είναι κατεβασμένος! Είχε πετύχει κι Κίτσιος έναν μια φορά , εκεί παρέκει στο κόνισμα της ΑγιοΠαρασκευής, χωμένος σε μια τούφα, ξαφνίσκε ο γάιδαρος, λαχτάρ’σε, τι να ιδεί, ένας μπλετσινάρης , κάθουνταν κουκουντάκι , ίσια που λιαγκούριζαν τα μάτια!
– Τι κάνεις αυτού μωρέ δαίμον ; του είπε ο Κίτσιος.
– Τσιάκα - τσιούκα κάτι είπε , γρί Ελληνικά δεν ήξερε.
- Σήκου ορθός μωρέ! Ένα παιδάριο ίσια με 15 χρονών ήτανε , μπλέτσι, ούτε βρακί στον κώλο δεν είχε! Πως βήγε ζωντανό, από τον Καλαμά, που ήτανε πέλαγο από την πλημμύρα που είχε κάνει, ένας Θεός ξέρει!
Τούριξε του μουτάφι του σαμαριού ο Κίτσιος , τύλιξε τη γύμνια του το Αλβανάκι και κίνησε από κοντά για το χωριό. Βγήκαν μαζί απάνω, του δώκανε κάτι ρούχα , ντύθηκε, ποδέθηκε, του βάλανε και σε μια σακούλα , ψωμί ,τυρί, ένα πορτοκάλι , του έδωκαν και κάτι κατοστάρικα.
- «Που πας;» τον ρώτησαν σαν έφευγε, -«…..Παραμυθία – Παραμυθία ….» φώναξε και αντίς να κάνει απάνω χάθηκε στο σκοτάδι κατά εκεί από όπου ήρθανε. Πάει να βρει την παρέα του. Την άλλη μέρα όπως πέραγε ο Κίτσιος με τα πρόβατα όξω από την καλύβα του Τάσιου στο Νεράκι , είδε απόξω πεταμένη τη σακούλα, τη θυμήθηκε. Μπαίνει μέσα στην καλύβα , είδε και τις φλούδες απ’ το πορτοκάλι, κατάλαβε ότι έκατσε εκεί και έφαγε. Αλλά τι είχε κάνει; Αντίς για ευχαριστώ αμόλ’κε μια κουράδα μεσ’ στη μέση στην καλύβα!".
loading...